Ισραήλ Σαχάκ : Εβραϊκή Θρησκεία, Eβραϊκή Ιστορία (το βάρος 3.000 χρόνων)

Πρόλογος του Έντουαρντ Σαΐντ

Ο Ισραέλ Σαχάκ, ομότιμος καθηγητής της Οργανικής Χημείας στο ε­βραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ είναι ένας από τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους της σύγχρονης Μέσης Ανατολής.
 
Τον συνάντησα για πρώτη φορά και άρχισα να αλληλογραφώ μαζί του, πριν περίπου εί­κοσι πέντε χρόνια. Αμέσως μετά το πόλεμο του ’67 και στη συνέχεια εκείνον του 1973. Είχε γεννηθεί στην Πολωνία, είχε επιζήσει του εγκλεισμού του σε αρκετά ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και πήγε στην Παλαιστίνη αμέσως μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο.
 

Σαν όλους τους νεαρούς Ισραηλίτες υπηρέτησε στο στρατό και μετά εξετέλεσε πλήρως τα καθήκοντα του σαν έφεδρος, όπως ορίζονται από τον ισραηλινό νόμο. Προικισμένος με μία άτεγκτη λογική, ακούραστα περίεργη και παθιασμένα αποδεικτική, ο Σαχάκ ακολούθησε την ακαδημαϊκή καριέρα του αναγνωρισμένου πανεπιστημιακού καθηγητή και ερευνητή πολλές φορές τον ψήφισαν καλύτερο καθηγητή οι φοιτητές του και πήρε αρκετά βραβεία για την ποιότητα της εργασίας του.

Ενώ ταυτόχρονα άρχισε να δια­κρίνει τις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις, που   προκαλούσε ο σιωνισμός και η κρατική πρακτική του Ισραήλ, όχι μόνο στους Παλαιστίνιους της Γά­ζας και της Υπεριορδανίας, αλλά επίσης και σ’ εκείνη την πολυπληθή «μη-εβραϊκή» (δηλ. παλαιστινιακή) μειονότητα, που την αποτελούσαν εκείνοι, που δεν έφυγαν μετά τους διωγμούς του 1948, έμειναν στον τόπο τους, και έγιναν έκτοτε ισραηλινοί πολίτες. Αυτές οι σκέψεις τον οδήγησαν σε μια συστηματική έρευνα της φύσης του Κράτους του Ισραήλ, της ιστορίας του καθώς και των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων, που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του και οι οποίες, όπως γρήγορα κατάλαβε, ήταν άγνωστες στην συντριπτική πλειοψηφία των ξένων, και κυρίως στους Εβραίους της διασποράς για τους οποίους το Ισραήλ ήταν ένα κράτος θαυμαστό, δημοκρατικό και θεόπνευστο, που άξιζε την άνευ όρων προστασία και υποστή­ριξη τους.

Αργότερα ίδρυσε την Λίγκα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ισρα­ήλ, (Israeli League for Human and Civil Rights) της οποίας ήταν πρόεδρος για πολλά χρόνια, οργάνωση σχετικά ολιγομελή, μέλη της οποίας ήταν κάποιοι, που πίστευαν ότι τα δικαιώματα ήταν κοινά για  όλους και όχι μόνο για τους εβραίους.

Μέσα σ ‘αυτά τα πλαίσια έμαθα για πρώτη φορά, γι’ αυτόν και το έργο του. Η ιδιαιτερότητα, που μ’ έκανε να τον ξεχωρίσω αμέσως από τις άλλες «περιστερές» (εβραίϊκες, ισραηλιτικές και μη-ισραηλιτικές), ήταν, ότι ήταν ο μόνος, που έλεγε την αλήθεια χωρίς φιο­ριτούρες και χωρίς να τον ενδιαφέρει, αν αυτή η απλή αλήθεια, θα είναι «καλή» για το Ισραήλ ή τους εβραίους. Ήταν βαθιά, και θα έλεγα, επιθετικά μη-ρατσιστής και αντιρατσιστής και στα κείμενα του και στις δημόσιες δη­λώσεις του. Είχε ένα μέτρο, και μόνο ένα… για τη μέτρηση των παραβιάσε­ων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λίγο λοιπόν τον ενδιέφερε, εάν τις πιο πολλές φορές, έπρεπε να στιγματίσει επιθέσεις εβραίων με θύματα παλαιστίνιους. Διότι απλά αυτός, σαν διανοούμενος, έπρεπε να στιγματίσει αυτές τις επιθέσεις.

Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε, ότι εξ αιτίας της αυστηρής εφαρμο­γής απ’ την πλευρά του αυτής της τακτικής έγινε πολύ σύντομα εξαιρετικά αντιπαθής στο πλατύ κοινό του Ισραήλ. Θυμάμαι, πριν περίπου 15 χρόνια, ανακοινώθηκε δημόσια ο θάνατος του, ενώ ήταν, βέβαια, απολύτως υγιής. Η εφημε­ρίδα Washington Post είχε ανακοινώσει το «θάνατο» του σε κάποιο άρθρο, που, παρά την προσωπική του επίσκεψη στην εφημερίδα, όπως ο ίδιος διη­γήθηκε αστειευόμενος στους φίλους του, ποτέ δεν διαψεύστηκε επίσημα! Έτσι, για κάποιους παραμένει «νεκρός», ευχή-φαντασίωση, που δείχνει πόσο δυσαρεστεί μερικούς «φίλους του Ισραήλ».

Πρέπει επίσης να τονιστεί, ότι ο τρόπος, με τον οποίο λέει την αλήθεια, είναι ορμητικός και ασυμβίβαστος. Δεν περιέχει στοιχεία ωραιοποίησης. Δεν γίνεται καμιά προσπάθεια, να την εκφράσει πιο «μαλακά» ή να την κάνει πιο αποδεκτή ή πιο εξηγήσιμη.

Για τον Σαχάκ σφαγή σημαίνει έγκλημα και έγκλημα σημαίνει σφαγή, που σημαίνει έγκλημα: το στυλ του είναι να επαναλαμβάνει, να σοκάρει, να ταρακουνάει τους οκνηρούς και τους αδιάφορους ώστε να συνειδητοποιή-σουν, να αποκτήσουν μια συνείδηση γαλβανισμένη απ’ την ανθρώπινη δυστυ­χία για την οποία, ίσως φέρουν μια κάποια ευθύνη. Πολλές φορές προσέβα­λε και εξόργισε ανθρώπους, αλλά αυτό αποτελούσε τμήμα της προσωπικότητας του και, πρέπει να το πούμε, μέρος της αποστολής του.

Μαζί με τον μα­καρίτη τον καθηγητή Γιεχοσουά Λέϊμποβιτς -τον οποίο θαύμαζε και με τον οποίο συνεργάστηκε πολλές φορές- ο Σαχάκ ήταν από τους πρώτους, που χρησιμοποίησε τον όρο «ιουδαιο-ναζισμός», για να χαρακτηρίσει τις μεθόδους, που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλινοί, για να υποτάξουν και να καταπι­έσουν τους Παλαιστίνιους.

Ωστόσο ποτέ δεν είπε ούτε έγραψε κάτι, που δεν είχε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι, άμεσα αυτός ο ίδιος. Αυτό, που τον ξεχώρισε από τους άλλους  συμπατριώτες του ήταν, ότι διεπίστωσε την σχέση, που υ­πάρχει μεταξύ του σιωνισμού, του ιουδαϊσμού και των καταπιεστικών ενε­ργειών εις βάρος των «μη-εβραίων», και βέβαια έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα.

Ένα μεγάλο μέρος των κει μένων του είναι αφιερωμένο στην αποκάλυψη της προπαγάνδας και των ψευδών της. Το Ισραήλ αποτελεί παγκόσμια εξαίρεση, ως προς την ανεκτικότητα, που επιδεικνύεται απέναντί του: οι δημοσιογράφοι δεν βλέπουν, ή δεν γράφουν την αλήθεια, γιατί, ή φοβούνται, ότι θα τους βάλουν στη μαύρη λίστα ή επειδή φοβούνται πιθανά αντίποινα. Προσωπικότητες του χώρου της πολιτικής, της διανόησης και του πολιτισμού, ειδικά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υμνούν το Ισραήλ και επιδεικνύουν προς αυτό μια τέτοια απλοχεριά, που καμιά άλλη χώρα δεν έχει γνωρίσει σε παγκό­σμιο επίπεδο, παρ’ όλο που αυτές οι προσωπικότητες, έχουν συνείδηση της αδικίας, που συντελείται. Γι’ αυτήν δεν λένε τίποτε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδε­ολογικό προπέτασμα καπνού, που ο Σαχάκ, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, προσπάθησε να διαλύσει. Θύμα και επιζών του ολοκαυτώματος ο ίδιος, γνωρίζει τι είναι αντισημιτισμός. Όμως σε αντίθεση με πολλούς άλλους, δεν ε­πιτρέπει στην φρίκη του ολοκαυτώματος να καλύψει τα εγκλήματα, που εν ο­νόματι του εβραϊκού λαού, το Ισραήλ διέπραξε ενάντια στους Παλαιστίνιους. Γι’ αυτόν, ο πόνος δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο κάποιων συγκεκριμένων θυ­μάτων και μόνο. Θα έπρεπε μάλλον να αποτελεί -αλλά αυτό σπάνια επιτυγχάνεται- μία αφετηρία για τον εξανθρωπισμό του θύματος, που θα αναλάμβανε την αποστολή να μην επιτρέψει την επανάληψη παρόμοιων φρικαλεοτήτων επί άλλων θυμάτων. Ο Σαχάκ ικέτεψε τους συμπατριώτες του, να μην λησμονήσουν, πως το γεγονός ότι υπήρξαν θύματα του αντισημιτισμού και ότι υπέφεραν, δεν τους δίνει το δικαίωμα να κάνουν, ότι θέλουν. Δεν εκπλήσσει λοιπόν, ότι δεν είναι και πο­λύ λαοφιλής, διότι με τα κείμενα του απαξίωνε ηθικά τους νόμους και τις πρα­κτικές του Ισραήλ προς τους παλαιστίνιους.

Ο Σαχάκ όμως πηγαίνει ακόμη πιο μακριά: είναι απόλυτα και ακούραστα άθρησκος σε ότι αφορά την ιστορία. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω, ότι στρέφεται ε­νάντια στην θρησκεία αλλά περισσότερο, ότι είναι εναντίον της χρήσης της θρησκείας, ως ερμηνευτικό εργαλείο των γεγονότων, ως επιχείρημα για να υποστηριχθούν κάποιες παράλογες και ωμές πρακτικές, σαν δικαιολογία για μεγαλύτερη εύνοια προς τους «δικούς μας πιστούς» εις βάρος των άλλων.

Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το γεγονός, ότι ο Σαχάκ δεν ανήκει, μιλώντας συγκεκριμένα, στην αριστερά. Σε πολλά σημεία, διάκειται πολύ κριτικά απένα­ντι στον Μαρξισμό και θεωρεί, ότι η κοσμοαντίληψη του πηγάζει από την σκέ­ψη των φιλελεύθερων και ελευθέρως σκεπτόμενων ευρωπαίων διανοουμένων καθώς και διάσημων και θαρραλέων διανοητών σαν τον Βολταίρο και τον Οργουελ.

Αυτό, που καθιστά τον Σαχάκ, σαν υπερασπιστή των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, ακόμη πιο επικίνδυνο για τους αντιπάλους του, είναι το γεγονός ότι δεν διακατέχεται από συναισθηματισμούς, ώστε να συγχωρεί τις ηλιθιότη­τες των Παλαιστινίων με την δικαιολογία, ότι αυτοί υποφέρουν υπό τον ζυγό του Ισραήλ. Αντίθετα ο Σαχάκ κράτησε πάντοτε πολύ κριτική στάση απέναντι στην ασυνέπεια της Ο.Α.Π. (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), την ελλιπή ενημέρωση της σχετικά με το Ισραήλ, την ανικανότη­τά της να αντισταθεί αποφασιστικά, τους συμβιβασμούς της, την προσωπολατρία, που βασίλευε στο εσωτερικό της, και γενικότερα την έλλειψη σοβαρό­τητας της. Ύψωσε πάντα το ανάστημα του ενάντια στην εκδίκηση, και τις δολο­φονίες «για λόγους τιμής» γυναικών της Παλαιστίνης και ήταν πάντα υπέρμα­χος της γυναικείας απελευθέρωσης.

Την δεκαετία του ’80, όταν ήταν στη μόδα μεταξύ των Παλαιστίνιων διανο­ουμένων και μερικών απ’ τους υπεύθυνους της Ο.Α.Π., η ιδέα ενός «διαλόγου» με τις «περιστερές» (ειρηνόφιλους,) του Ισραήλ της οργάνωσης «Ειρήνη Τώρα», του Εργατικού κόμματος και του Μερέτζ, ο Σαχάκ αποκλείστηκε εκ των προτέρων. Διότι, από τη μια κρατούσε ιδιαίτερα κριτική στάση απέναντι στο »ειρηνόφιλο» ισραηλινό στρατόπεδο για τους συμβιβασμούς του, για την απεχθή του συνήθεια, ν’ ασκεί πολύ ισχυρότερη πίεση στους Παλαιστίνιους παρά στην ισραηλινή κυβέρνηση, προκειμένου να επιτευχθούν πολιτικές αλλαγές, καθώς και λόγω της απροθυμίας τους να απορρίψουν την «πάση θυσία» υπεράσπιση του Ισραήλ, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο την όποια κριτική εναντίον του, παρουσία «μη-εβραίων».

Εκτός απ’ αυτό ο Σαχάκ δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός: δεν πίστεψε ποτέ τις πόζες και τις περίτεχνες φράσεις, στις οποίες τόσο αρέσκονται οι πολιτικάντες. Μαχόταν για ισότητα, αλήθεια, πραγματική ειρήνη και πραγματικό διάλογο με τους Παλαιστίνιους. Οι επίσημες «περιστερές» πάλευαν για συμβιβασμούς, που θα έφερναν μια τέτοια ειρήνη, σαν κι’ αυτή, που έφερε η συμφωνία του Όσλο και που ο Σαχάκ ήταν από τους πρώτους, που την κατάγγειλαν.

Όμως, μιλώντας τώρα σαν Παλαιστίνιος, πάντα ντρεπόμουν, που τα παλαιστινιακά στελέχη ενώ εκδήλωναν τόσο μεγάλη επιθυμία για κρυφό ή φανερό διάλογο με τους Εργατι­κούς ή με το Μερέτζ, αρνούνταν κάθε επαφή με τον Σαχάκ. Ήταν γι’ αυτούς πο­λύ ριζοσπάστης, πολύ ευθύς, πολύ   περιθωριακός σε σχέση με την επίση­μη εξουσία. Πιστεύω, ότι κατά βάθος φοβούνταν ότι θα στεκόταν κριτικά και α­πέναντι στην παλαιστινιακή πολιτική. Και πιστεύω, ότι όντως έτσι θα γινόταν.

Εκτός από το προσωπικό του παράδειγμα δηλ. του διανοούμενου, που μένει πάντα πιστός στις πεποιθήσεις του και δεν δέχεται συμβιβασμούς ως προς την αλήθεια, έτσι όπως αυτός την προσλαμβάνει, ο Σαχάκ πρόσφερε και μία άλλη τεράστια εξυπηρέτηση στους φίλους του στο εξωτερικό. Έχοντας σαν βάση την σωστή σκέψη, ότι ο ισραηλινός Τύπος, παραδόξως, προσεγγίζει την αλήθεια πε­ρισσότερο και προσφέρει περισσότερες πληροφορίες από τον Τύπο των αραβι­κών και των δυτικών χωρών, μετέφρασε, σχολίασε, ανατύπωσε και έστειλε στο εξωτερικό χιλιάδες άρθρα του εβραϊκού Τύπου. Αυτή είναι μια υπηρεσία, που δεν επιτρέπεται, να υποτιμηθεί.

Εγώ προσωπικά, π.χ., σαν συγγραφέας, που μίλησε κι’ έγραψε για την Παλαιστίνη, δεν θα μπορούσα να κάνω, όσα έχω κάνει, χωρίς τα κείμενα του, όπως και χωρίς το παράδειγμα του ερευνητή της αλήθειας, της γνώσης και της δικαιοσύνης, που αποτελεί ο ίδιος. Είναι απλό. Του χρωστώ τόσα πολλά. Τις περισσότερες φορές έβαζε ο ίδιος τα έξοδα και τον χρόνο γι’ αυτή τη δουλειά. Τα σχόλια που έκανε και οι μικρές εισαγωγές, που πρόσθετε σ’ αυτές τις μηνιαίες επιλογές άρθρων απ’ τον ισραηλινό τύπο, έχουν μια ανεκτίμητη αξία τό­σο για το καυστικό τους πνεύμα, όσο και για την πληροφοριακή διεισδυτικότη­τα και την παιδαγωγική υπομονή τους. Ταυτόχρονα ο Σαχάκ συνέχιζε τις επιστη­μονικές του έρευνες και το διδακτικό του έργο, που τίποτε το κοινό δεν είχαν με τις μεταφράσεις και τα σχόλια του.

Με κάποιο ανεξιχνίαστο τρόπο, εύρισκε και τον τρόπο να μορφώνεται σε ό­λους τους τομείς και έτσι να γίνει ο πιο μορφωμένος άνθρωπος, που έχω συναντήσει. Η έκταση των γνώσεων του στη μουσική, την λογοτεχνία, την κοινωνιο­λογία και ειδικά την ιστορία -της Ευρώπης, της Ασίας κ.α.- είναι, κατά τη γνώ­μη μου, ανυπέρβλητη.

Όμως, σαν ειδικός στον τομέα του ιουδαϊσμού, ξεπερνά κατά πολύ όλους τους άλλους διότι σ’ αυτόν αφιέρωσε τις βασικές του προσπά­θειες απ’ την αρχή, ως ερευνητής και αγωνιστής. Εδώ και κάποια χρόνια, άρχισε να προσθέτει στις μεταφράσεις του διαφωτιστικά σχόλια, που σύντομα μετατρά­πηκαν σε μηνιαία δελτία αρκετά ογκώδη, για ένα θέμα κάθε φορά π.χ. το πραγ­ματικό ραβινικό παρασκήνιο της δολοφονίας του Ράμπιν, ή το γιατί το Ισ­ραήλ πρέπει να κάνει ειρήνη με την Συρία (περιέργως γιατί η Συρία είναι η μό­νη αραβική χώρα, που μπορεί να το βλάψει πραγματικά στον στρατιωτικό τομέα) κτλ. Αυτά τα δελτία αποτελούσαν ανεκτίμητες περιλήψεις των δημοσιευμάτων του Τύπου, αλλά ταυτόχρονα και διεισδυτικές αναλύσεις, με δυναμική προσέγγιση των ρευμάτων, των τάσεων και των επίκαιρων ζητημάτων, που οι μεγάλες ε­φημερίδες είτε αποσιωπούν είτε σκόπιμα περιπλέκουν.

Από παλιά γνώριζα τον Σαχάκ, σαν καταπληκτικό ιστορικό, σαν λαμπρό διανοούμενο, σαν ένα πνευματικό άνθρωπο παγκόσμιας εμβέλειας, σαν ένα πολιτικό αγωνιστή. Αλλά, όπως είπα και πιο πάνω, αργότερα κατάλαβα, ότι βασικό του μέ­λημα ήταν η μελέτη του ιουδαϊσμού, των ραβινικών και ταλμουδικών παρα­δόσεων καθώς και όλων των σχετικών με αυτά πονημάτων.

Το βιβλίο, που κρατάτε, είναι μια σημαντική συνδρομή σ’ αυτόν τον τομέα. Δεν είναι παρά μια σύντομη ιστορία του «κλασσικού» ιουδαϊσμού, όπως και των νεώτερων πα­ραφυάδων του, με ειδική μνεία των σημείων, που έχουν σημασία για την κατανόηση του σύγχρονου Ισραήλ. Ο Σαχάκ αποδεικνύει ότι τα σκοτεινά μέτρα, εξωφρενικά σωβινιστικού χαρακτήρα, που έχουν ληφθεί ανά τους αιώνες ενάντια σε άλλους ανεπιθύμητους, έχουν τις ρίζες τους στον Ιουδαϊσμό αλλά απέδειξε επίσης και την άρρηκτη συνέχεια που υπάρχει μεταξύ αυτών και του τρόπου, με τον οποίο το Ισραήλ μεταχειρίζε­ται τους Παλαιστίνιους, τους Χριστιανούς και τους άλλους μη-εβραίους. Αναδεικνύεται έτσι μια αποκρουστική εικόνα προκαταλήψεων, υποκρισίας και θρησκευτικής εμπάθειας.

Όμως, το σημαντικό σχετικά με αυτά είναι, ότι η περιγραφή, που μας δίνει ο Σαχάκ, όχι μόνο διαψεύδει τις ονειροφαντασίες που, κατά κόρον, δημοσιεύονται σχετικά με την ισραηλινή δημοκρατία, στα ΜΜΕ της Δύσης, αλλά στιγματίζει εμμέσως και τους Άραβες πολιτικούς και διανοούμενους για την σκανδαλώδη άγνοια τους γι’ αυτό το κράτος, ειδικά όταν με στόμφο αναγγέλλουν στους λαούς τους, ότι το Ισραήλ όντως άλλαξε και επιθυμεί πραγματικά την ει­ρήνη με τους Παλαιστίνιους και τους άλλους Άραβες.

Ο Σαχάκ είναι πολύ θαρραλέος και θα έπρεπε κανονικά να βραβευτεί για τις υπηρεσίες του προς την ανθρωπότητα. Όμως το παράδειγμα άοκνης εργασί­ας, άκαμπτης ηθικής ενέργειας και διανοητικής λάμψης που εκπέμπει, αποτε­λεί ένα συνεχή ερεθισμό για το «στάτους-κβό» και για όλους εκείνους, για τους οποίους η λέξη «αντίρρηση» σημαίνει «ενόχληση» και «σύγχυση».

Χαίρομαι ιδιαιτέρως διότι, για πρώτη φορά ένα δικό του μεγάλο έργο μεταφράζεται στα αραβικά. Είμαι απόλυτα σίγουρος, ότι αυτά που αναφέρονται στο «ΕΒΡΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΒΡΑΪΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» θα ενοχλήσουν και τους Άραβες αναγνώστες του. Και είμαι απόλυτα σίγουρος, ότι αυτό θα τον χαροποιούσε.

Νέα Υόρκη, Ιαν. 1996

Μερέτζ, κόμμα αριστερής απόκλισης του ισραηλινού Κοινοβουλίου με οικολογικές ανησυχίες. Πρωτοεμφανίστηκε στην Κνεσσέτ το 1992 με 9 βουλευτές, σαν συν­ασπισμός 3 μικρών κομμάτων και με ηγέτη τον Γιόσι Σαρίντ. Στις εκλογές του 2003 έπεσε στους 6 βουλευτές με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα όρια της διά­λυσης σήμερα. (σ.τ.μ.)

Η σιωνιστική απάντηση

Από ιστορική άποψη, ο σιωνισμός αποτελεί ταυτόχρονα μια αντίδραση στον αντισημιτισμό και μια συντηρητική συμμαχία μαζί του, αν και οι σιωνιστές, όπως και άλλοι Ευρωπαίοι συντηρητικοί, δεν αντιλαμβάνονταν πλήρως με ποιον συμμαχούσαν.

Μέχρι την άνοδο του σύγχρονου αντισημιτισμού, ένας άνεμος αισιοδοξίας –απ’ ό,τι φάνηκε υπερβολικός– έπνεε μεταξύ των Ευρωπαίων Εβραίων. Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από τον πολύ μεγάλο αριθμό των Εβραίων, ιδιαίτερα στις δυτικές χώρες, που απλώς εγκατέλειπαν τον κλασικό ιουδαϊσμό, την πρώτη ή τη δεύτερη γενιά που αυτό έγινε δυνατό, χωρίς να φαίνεται να το μετανιώνουν, αλλά επίσης και από την ανάπτυξη ενός ισχυρού πολιτιστικού κινήματος, του εβραϊκού Διαφωτισμού (Haskalah), που εγκαινιάστηκε στη Γερμανία και στην Αυστρία γύρω στο 1780, συνεχίστηκε κατόπιν στην Ανατολική Ευρώπη και, μέχρι το τέλος της περιόδου 1850-70, έκανε αισθητή την παρουσία του σαν μια σημαντική κοινωνική δύναμη. Δεν μπορώ να συζητήσω εδώ τα πολιτιστικά επιτεύγματα αυτού του κινήματος, όπως η αναγέννηση της λογοτεχνίας στα εβραϊκά και η δημιουργία μιας θαυμάσιας λογοτεχνίας στα γίντις. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρά τις πολλές εσωτερικές διαφορές, το κίνημα στο σύνολό του χαρακτηριζόταν από δύο κοινές πεποιθήσεις: την πεποίθηση ότι χρειαζόταν μία εκ θεμελίων κριτική της εβραϊκής κοινωνίας, και ιδιαίτερα του κοινωνικού ρόλου της εβραϊκής θρησκείας στην κλασική της μορφή, και τη σχεδόν μεσσιανική πεποίθηση για τη νίκη των «δυνάμεων του καλού» στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Φυσικά, μοναδικό κριτήριο για τον ορισμό αυτών των δυνάμεων ήταν η υποστήριξη που παρείχαν στη χειραφέτηση των Εβραίων.

Η ανάπτυξη του αντισημιτισμού ως λαϊκού κινήματος και οι πολυάριθμες συμμαχίες των συντηρητικών δυνάμεων μαζί του, κατάφεραν ένα ισχυρό πλήγμα στον εβραϊκό Διαφωτισμό. Το πλήγμα αυτό απεδείχθη ιδιαίτερα καταστροφικό, διότι, στην πραγματικότητα, η άνοδος του αντισημιτισμού συνέβη ακριβώς μετά τη χειραφέτηση των Εβραίων σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες, και μάλιστα πριν από την απελευθέρωσή τους σε άλλες.

Οι Εβραίοι της αυστριακής αυτοκρατορίας απέκτησαν πλήρη δικαιώματα μόνο το 1867. Στη Γερμανία, μερικά ανεξάρτητα κράτη χειραφέτησαν τους Εβραίους τους αρκετά νωρίς, μα άλλα όχι· είναι αξιοσημείωτο ότι η Πρωσία υπήρξε απρόθυμη και αργή σ’ αυτό το ζήτημα, και η τελική χειραφέτηση των Εβραίων στη γερμανική αυτοκρατορία, στο σύνολό της, παραχωρήθηκε μόνο από το Βίσμαρκ, το 1871. Στην οθωμανική αυτοκρατορία, οι Εβραίοι υφίσταντο επίσημες διακρίσεις μέχρι το 1909, και στη Ρωσία (όπως και στη Ρουμανία), μέχρι το 1917. Έτσι ο σύγχρονος αντισημιτισμός εμφανίστηκε μέσα σε μια δεκαετία μετά τη χειραφέτηση των Εβραίων στην Κεντρική Ευρώπη και πολύ πριν τη χειραφέτηση της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας εκείνης της εποχής, της κοινότητας της τσαρικής αυτοκρατορίας.

Ήταν εύκολο, επομένως, για τους σιωνιστές να παραθεωρήσουν τα μισά γεγονότα, να επιστρέψουν στη χωριστική λογική του κλασικού ιουδαϊσμού, και να ισχυριστούν ότι, αφού όλοι οι γκογίμ (goyim) μισούν πάντοτε και διώκουν τους Εβραίους, η μόνη λύση θα ήταν να μεταφερθούν μαζικά όλοι οι Εβραίοι και να συγκεντρωθούν στην Παλαιστίνη ή στην Ουγκάντα ή οπουδήποτε αλλού.

Μερικοί πρώιμοι Εβραίοι επικριτές του σιωνισμού υπογράμμισαν αμέσως ότι, αν κάποιος υποθέσει ότι υπάρχει μια μόνιμη και ιστορικά αβάσιμη ασυμβατότητα μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων –υπόθεση που συμμερίζονται τόσο οι σιωνιστές όσο και οι αντισημίτες!– τότε η συγκέντρωση των Εβραίων σε ένα μέρος απλά θα επισύρει το μίσος των μη Εβραίων σε εκείνο το μέρος του κόσμου (όπως όντως επρόκειτο να συμβεί, αν και για πολύ διαφορετικούς λόγους). Όμως, απ’ όσο γνωρίζω, αυτό το λογικό επιχείρημα δεν έκανε καμία εντύπωση, ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο που όλα τα λογικά και πραγματικά επιχειρήματα ενάντια στον μύθο της «εβραϊκής φυλής» δεν είχαν την παραμικρή σημασία για τους αντισημίτες.

Πράγματι, στενές σχέσεις υπήρξαν πάντοτε μεταξύ των σιωνιστών και των αντισημιτών: όπως ακριβώς αρκετοί Ευρωπαίοι συντηρητικοί, οι σιωνιστές πίστευαν ότι μπορούσαν να αγνοήσουν το «δαιμονικό» στοιχείο του αντισημιτισμού και να χρησιμοποιήσουν τους αντισημίτες για τους δικούς τους σκοπούς.

Πασίγνωστα είναι πολλά παραδείγματα τέτοιων συμμαχιών :

Ο ίδιος ο Χερτζλ συμμάχησε με τον διαβόητο κόμη φον Πλέβε, τον αντισημίτη υπουργό του τσάρου Νικολάου Β΄.

Ο Ζαμποτίνσκι έκανε μια συμφωνία με τον Πετλιούρα, τον αντιδραστικό Ουκρανό ηγέτη του οποίου οι δυνάμεις σφαγίασαν περί τους 100.000 Εβραίους, μεταξύ του 1918 και του 1921·

στους συμμάχους του Μπεν Γκουριόν μεταξύ των Γάλλων ακροδεξιών, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, συγκαταλέγονταν ορισμένοι διαβόητοι αντισημίτες, οι οποίοι, όμως, εξηγούσαν προσεκτικά ότι καταφέρονταν μόνο εναντίον των Εβραίων της Γαλλίας, και όχι εκείνων του Ισραήλ.

Ίσως, το πιο συγκλονιστικό παράδειγμα αυτού του τύπου είναι η ικανοποίηση με την οποία ορισμένοι σιωνιστές ηγέτες στη Γερμανία υποδέχθηκαν την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ, επειδή συμμερίζονταν την πίστη του στην υπεροχή της «φυλής» και την εχθρότητά του στην ανάμειξη των Εβραίων με τους «Άριους». Συνεχάρησαν τον Χίτλερ για τον θρίαμβό του επί του κοινού εχθρού –τις δυνάμεις του φιλελευθερισμού.

Ο δρ Γιοακίμ Πριντς (Joachim Prinz), ο σιωνιστής ραβίνος που μετανάστευσε κατόπιν στις ΗΠΑ όπου έγινε αντιπρόεδρος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συνεδρίου (World Jewish Congress) και ηγετική φυσιογνωμία στην Παγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση (καθώς και πολύ καλός φίλος της Γκόλντα Μέιρ), δημοσίευσε, το 1934, ένα ολόκληρο βιβλίο, Wir Juden (Εμείς οι Εβραίοι) για να τιμήσει την επονομαζόμενη γερμανική επανάσταση του Χίτλερ και την ήττα του φιλελευθερισμού:

»Η σημασία της γερμανικής επανάστασης για το γερμανικό έθνος θα γίνει εν τέλει κατανοητή από εκείνους που τη δημιούργησαν και διαμόρφωσαν την εικόνα της. Τη σημασία της όμως για μας πρέπει να τη διατυπώσουμε εδώ: ο φιλελευθερισμός έχει φάει τα ψωμιά του. Η μόνη μορφή πολιτικής ζωής που ευνοούσε την αφομοίωση των Εβραίων κατέρρευσε». Η νίκη του ναζισμού αποκλείει τη δυνατότητα της ενσωμάτωσης των Εβραίων και τους μεικτούς γάμους. «Δεν μας δυσαρεστεί αυτό», έλεγε ο δρ Πριντς. Στο γεγονός ότι οι Εβραίοι είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάζονται ως Εβραίοι, βλέπει «την εκπλήρωση των επιθυμιών μας».

Πάρα πέρα: »Θέλουμε να αντικατασταθεί η αφομοίωση από ένα νέο νόμο: τη δήλωση ότι ανήκουμε στο εβραϊκό έθνος και την εβραϊκή φυλή. Ένα κράτος που βασίζεται στην αρχή της εθνικής και φυλετικής καθαρότητας δεν μπορεί παρά να απολαμβάνει την εκτίμηση και τον σεβασμό από κάθε Εβραίο που δηλώνει ότι ανήκει στο δικό του γένος. Έχοντας κάνει αυτή τη δήλωση, δεν θα είναι ποτέ ικανός να φερθεί με μειωμένη πίστη προς ένα κράτος. Το κράτος δεν μπορεί να θέλει άλλους Εβραίους παρά μόνο όσους δηλώνουν ότι ανήκουν στο έθνος τους. Δεν θέλει Εβραίους κόλακες και δουλοπρεπείς. Πρέπει να απαιτεί από εμάς πίστη και αφοσίωση στο δικό μας συμφέρον. Διότι μόνο αυτός που τιμά τη δική του γενιά και το δικό του αίμα μπορεί να έχει μια έντιμη στάση προς την εθνική βούληση άλλων εθνών».

Ολόκληρο το βιβλίο είναι γεμάτο από παρόμοιες χονδροειδείς κολακείες για τη ναζιστική ιδεολογία, πανηγυρισμούς για την ήττα του φιλελευθερισμού και ιδιαίτερα των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης και μεγάλες προσδοκίες ότι, μέσα στην ευχάριστη ατμόσφαιρα του μύθου της άριας φυλής, ο σιωνισμός και ο μύθος της εβραϊκής φυλής θα ευδοκιμήσουν επίσης.

Βέβαια, ο δρ Πριντς, όπως πολλοί άλλοι πρώιμοι συμπαθούντες και σύμμαχοι του ναζισμού, δεν αντιλαμβανόταν πού οδηγούσε αυτό το κίνημα (και γενικά ο σύγχρονος αντισημιτισμός).

Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλά άτομα, σήμερα, δεν αντιλαμβάνονται προς τα πού κλίνει ο σιωνισμός, εξέχουσα μορφή του οποίου ήταν ο δρ Πριντς: προς έναν συγκερασμό όλων των μορφών του παλιού μίσους του κλασικού ιουδαϊσμού απέναντι στους γκογίμ, με την αδιάκριτη και ιστορικά αβάσιμη εκμετάλλευση όλων των διωγμών που υπέστησαν οι Εβραίοι μέσα στην ιστορία για να δικαιολογηθεί ο σιωνιστικός διωγμός των Παλαιστινίων.

Διότι, όσο παράλογο και αν ακούγεται, είναι παρ’ όλα αυτά βέβαιο –αν εξετάσουμε προσεκτικά τα πραγματικά κίνητρα των σιωνιστών– ότι μια από τις πιο βαθιά ριζωμένες ιδεολογικές αφετηρίες της διαρκούς εχθρότητας του σιωνιστικού κατεστημένου κατά των Παλαιστινίων είναι το γεγονός ότι, στο μυαλό πολλών Ανατολικοευρωπαίων Εβραίων, αυτοί ταυτίζονται με τους επαναστατημένους μουζίκους που συμμετείχαν στην εξέγερση του Χμιελνίτσκι ή σε ανάλογες εξεγέρσεις – και αυτές με τη σειρά τους ταυτίζονται, κατά τρόπο ιστορικά αβάσιμο, με το σύγχρονο αντισημιτισμό και το ναζισμό.

ΣΕΛ. 184-189.
 
Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: